πεδινός

πεδινός
πεδινός, ή, όν (πέδιον; Hdt. et al.; LXX) flat, level either as opposed to ‘steep’, ‘uneven’ (Aristot., Probl. 5, 1; Cass. Dio 68, 16; Dt 4:43; Jos., Ant. 13, 217) or in contrast to ‘high’, ‘elevated’ (Aristot, HA 9, 32; Jer 17:26; EpArist 107) τόπος π. a level place Lk 6:17.—B. 893. DELG s.v. πέδον. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεδινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • πεδινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα. 2. για τόπους, αυτός που αποτελείται από πεδιάδα: Η Ουγγαρία είναι χώρα πεδινή. 3. αυτός που κατοικεί σε πεδιάδα: Τα πεδινά χωριά της περιοχής (αντίθ. ορεινός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεδινά — πεδινός neut nom/voc/acc pl πεδινά̱ , πεδινός fem nom/voc/acc dual πεδινά̱ , πεδινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 492 κάτ.) της Λευκάδας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού. Αποτελεί έδρα του δήμου Μεγανησίου του νομού Λευκάδος. * * * το 1. πεδινός τόπος 2. (περιλπτ.) τα χωριά τού κάμπου, σε αντιδιαστολή με τα χωριά των… …   Dictionary of Greek

  • Πλατρειθιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Ιθάκης, του νομού Κεφαλληνίας, κοντά στο χωριό Φρίκες (υψόμ. 20 μ.). Η Πλατρειθιά, πεδινός οικισμός στην Ιθάκη …   Dictionary of Greek

  • Φύλλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται A της Χαλκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (35 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Καμάρι (υψόμ. 280 μ.), η Μονή Αγίου… …   Dictionary of Greek

  • πεδινῶν — πεδινός fem gen pl πεδινός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδινόν — πεδινός masc acc sg πεδινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • άμφια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 408 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το) 1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες 2. τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”